- ασυλία
- Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.).
Η διπλωματική α. που αναγνωρίζεται από το γενικό διεθνές δίκαιο αφορά προπάντων το απαραβίαστο του προσώπου των διαπιστευμένων διπλωματικών αντιπροσώπων, των οικογενειών τους, του προσωπικού των αποστολών και του υπηρετικού προσωπικού που βρίσκονται στην υπηρεσία των μελών του διπλωματικού σώματος. Οι διπλωμάτες εξαιρούνται επιπλέον από την ποινική διαδικασία. Απαραβίαστη είναι επίσης η διπλωματική έδρα, αλλά και η έδρα των υπηρεσιών και η κατοικία των διπλωματών, οι οποίοι απαλλάσσονται από τους προσωπικούς φόρους και από την υποχρέωση τελωνειακού ελέγχου των αποσκευών τους (διπλωματικός σάκος). Σε πιο περιορισμένη έκταση διπλωματική α. έχουν και οι προξενικοί αντιπρόσωποι.
Η κοινοβουλευτική α. έχει καθιερωθεί από το νεότερο συνταγματικό δίκαιο, όχι για να κατοχυρώσει μια προνομιακή θέση των βουλευτών, αλλά για να εξασφαλίσει την κανονική άσκηση των δημόσιων καθηκόντων τους. Διακρίνονται δύο τύποι κοινοβουλευτικής α., ο ένας από τους οποίους αναφέρεται στην καθαυτό άσκηση του βουλευτικού αξιώματος και ο άλλος στην ιδιαίτερη προστασία του προσώπου των μελών του κοινοβουλίου. Και οι δύο αυτοί τύποι α. προβλέπονται με διάφορες παραλλαγές στα σύγχρονα συντάγματα.
* * *η (Α ἀσυλία) [άσυλος]νεοελλ.φρ.1. «διπλωματική ασυλία» — το προνομιακό καθεστώς των διπλωματικών αποστολών και του προσωπικού τους να μην υπάγονται —σε μεγάλο μέτρο— στην έννομη τάξη του κράτους στο οποίο είναι διαπιστευμένοι ώστε να ασκούν ανεμπόδιστα και αποτελεσματικά τα διπλωματικά τους καθήκοντα2. «βουλευτική ασυλία» — το προνόμιο των βουλευτών να μη διώκονται, συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται χωρίς την άδεια του εκλογικού σώματος (εκτός από περιπτώσεις «κακουργημάτων επ' αυτοφώρω»)αρχ.1. το να μη μπορεί να ασκηθεί βία σε βάρος προσώπου ή ιερού χώρου2. το να παρέχεται άσυλο σε ικέτες3. απαλλαγή από φόρο ή συνεισφορά.
Dictionary of Greek. 2013.